- ρεύση
- [-ις (-εως)] η1) стекание, вытекание, истечение; 2) извержение семени, поллюция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεύση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρέω, ροή: Ο γιατρός προσπαθούσε να σταματήσει τη ρεύση του αίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεύση — η / ῥεύσις, εως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρέω 2. (ιδίως για σωματικά υγρά) ροή, εκροή 3. ονείρωξη· [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ῥύσις (< ῥέω) σχηματισμένος κατ επίδραση τού φωνηεντισμού τής λ. ῥεῦμα] … Dictionary of Greek
ῥεύσῃ — ῥέω flow aor subj mid 2nd sg ῥέω flow aor subj act 3rd sg ῥέω flow fut ind mid 2nd sg ῥεύσηι , ῥεῦσις flowing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω … Dictionary of Greek
καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
ρύση — η / ῥύσις, εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. «έμμηνη ρύση» ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών αρχ. 1. η εκροή τού λαδιού και… … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek
ροή — η η ρεύση, το τρέξιμο: Η ροή του νερού δεν είναι κανονική σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)